- καπιτάλι
- το(λ. ιταλ.), χρηματικό κεφάλαιο: Χρειάζεται καπιτάλι για την επιχείρηση αυτή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καπιτάλι — το χρηματικό κεφάλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capitale < λατ. capitalis (< θ. capit τού τ. caput «κεφάλι»] … Dictionary of Greek
καπιταλισμός — ο 1. (κατά την αστική κοινωνιολογία) κεφαλαιοκρατία, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την πίστη στη δύναμη τού υλικού κεφαλαίου, την αποδοχή τού κέρδους ως κινήτρου τής οικονομικής δραστηριότητας, την αρχή τής… … Dictionary of Greek
καπιταλιστής — ο ο κεφαλαιοκράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitaliste < capital < ιταλ. capitale (βλ. καπιτάλι)] … Dictionary of Greek